Πως βγήκε η φράση: Κάτι τρέχει στα γύφτικα;
Είναι γνωστό ότι οι τσιγγάνοι δεν μένουν ποτέ μόνιμα σ’ ένα μέρος. Ταξιδεύουν συνέχεια από τόπο σε τόπο.
Κάποτε, γύρω στο 1830, ένα μεγάλο καραβάνι που κατέβηκε από τη Θράκη, πήγε κι έστησε τα τσαντίρια του στη μέση του Θεσσαλικού κάμπου. Όλη τη μέρα, οι τσιγγάνοι γύριζαν στα διάφορα χωριά, έλεγαν τη μοίρα, πουλούσαν χαλιά, μύλους και βότανα και το βράδυ επέστρεφαν στον καταυλισμό τους.
Αντί, όμως,να πέσουν στον ύπνο, το ’ριχναν σ’ ένα τρικούβερτο γλέντι. Τα νταούλια και οι αμανέδες έδιναν κι έπαιρναν. Αλλά πάνω στο γλέντι τους, πολλές φορές πιάνονταν σε ομη ρικούς καβγάδες. Τότε άρχιζαν άλλου είδους φασαρίες: φωνές, πιστολιές, τρεχάματα, βογκητά. Στην αρχή, οι χωρικοί της περιφέρειας τρόμαζαν κι έβγαιναν από τα σπίτια τους, για να δουν τι συμβαίνει.
Σιγά-σιγά όμως, άρχισαν να συνηθίζουν και δεν τους έκανε πια εντύπωση όλος εκείνος ο «σαματάς». Έτσι, όταν καμιά φορά τις νύχτες, μετά το τσιγγάνικο γλέντι άκουγαν ξεφωνητά, έλεγαν απλώς: «Κάτι τρέχει στα γύφτικα». Αλλά γύφτικα λένε και τα σιδεράδικα, εκεί που ακούγονται πολλοί κρότοι και φασαρία
Τη φράση αυτήν τη λέμε όταν συμβαίνει κάτι το συνηθισμένο, κάτι το οποίο δεν έχει ιδιαίτερη σημασία.