Οι μύθοι του Μαρμαρωμένου Βασιλιά και της Κόκκινης Μηλιάς!
«Μαρμαρωμένος Βασιλιάς και θα ξυπνώ απ” το μνήμα το μυστικό και το άβρετο που θα με κλιή, θα βγαίνω και τη χτιστή Χρυσόπορτα ξεχτίζοντας θα τρέχω και καλιφάδων νικητής και τσάρων κυνηγάρης πέρα στην Κόκκινη Μηλιά, θα παίρνω την ανάσα».
(Από την ποιητική σύνθεση του Κωστή Παλαμά «Η Φλογέρα του Βασιλιά»)
Οι μύθοι του Μαρμαρωμένου Βασιλιά και της Κόκκινης Μηλιάς μοιάζουν με ένα συναρπαστικό παραμύθι που άντεξε στον χρόνο και μεταφέρεται εδώ και ολόκληρους αιώνες από γενιά σε γενιά, φθάνοντας μέχρι τις μέρες μας αναιμικοί κι΄ αδύναμοι από την αδιαφορία των σύγχρονων γενεών.
Όταν στα εφηβικά μου χρόνια, ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή μαζί τους χάρις στην αφήγηση του δασκάλου Κυρίου Κλεόπα, λίγο πριν αναγκαστούμε άρον-άρον να εγκαταλείψουμε την γενέτειρά μας Κωνσταντινούπολη, είχα κυριολεκτικά συγκλονιστεί.
Οι μύθοι αυτοί μου σημάδεψαν για πάντα τη μνήμη και δεν έφυγαν από το νου και την καρδιά μου μέχρι σήμερα.
Στο παρελθόν είχα την ευκαιρία να αναφερθώ σε αυτούς – την δεκαετία το 1990 στα πλαίσια της ραδιοφωνικής σειράς «Ματιές στις ρίζες του Ελληνισμού», στο αυτοβιογραφικό μου βιβλίο «Το Θαύμα – Μια πραγματική ιστορία» που πρωτοεκδόθηκε το 1992, στην σειρά των εκπομπών «Άρωμα Βασιλεύουσας» του εκκλησιαστικού ραδιοφώνου την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Πάντα όμως διατηρώ την αίσθηση μιας αόρατης «υποχρέωσης» να τους θυμίζω, λες και φοβάμαι μήπως σπάσει η αλυσίδα των γενεών χωρίς να μεταδοθούν στις επόμενες.
Σύμφωνα με τον λαογράφο και καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικόλαο Πολίτη (1852 – 1921), η Κόκκινη Μηλιά αντιστοιχεί σε τόπο που λέγεται Μονοδένδρι, πιθανή πατρίδα του Μεχμέτ του Πορθητή, κοντά στα σύνορα της Τουρκίας με την Περσία.
Τα προ της άλωσης χρόνια, όταν η Βασιλεύουσα αντιμετώπιζε επικίνδυνες πολιορκίες οι Βυζαντινοί χρησμοί και οι προφητείες αναφερόταν στο «Μονοδένδρι» το οποίο αντικαταστάθηκε από την «Κόκκινη Μηλιά» μετά την άλωση της Πόλης (1453) για άγνωστους μέχρι σήμερα λόγους.
Η προφητεία που κυκλοφόρησε σε πολλές παραλλαγές και δέχθηκε αλλοιώσεις με την πάροδο των αιώνων, παρατίθεται από την διήγηση του δασκάλου Κυρίου Κλεόπα στο αυτοβιογραφικό μου βιβλίο «Το Θαύμα – Μια πραγματική ιστορία», ως εξής:
Από το 1071, αγαπητό μου παιδί, που οι Σελτσούκοι κέρδισαν τη μάχη του Μαντζικέρτ της Μικράς Ασίας και άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για την διάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας δημιούργησε, με το αλάθητο ένστικτο ενός λαού που έβλεπε την επερχόμενη συμφορά, το μύθο της Κόκκινης Μηλιάς.
Σύμφωνα με το μύθο, οι Τούρκοι αφού θα πολιορκούσαν με κάθε μέσο την Κωνσταντινούπολη, θα νικούσαν την άμυνα των υπερασπιστών της και θα άρχιζαν να την κυριεύουν.
Τη στιγμή ακριβώς εκείνη με θεϊκή παρέμβαση οι κατακτητές θα ετρέπονταν σε φυγή και θα καταδιώκονταν μέχρι το Μονοδένδρι, δηλαδή την Κόκκινη Μηλιά.
Αργότερα, όταν έγινε η άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, χάθηκε κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες. Πολλοί έλεγαν πως πέθανε στη μάχη κοντά στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού και ο σουλτάνος έβαλε να ψάξουν στους σωρούς των πτωμάτων χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Το πτώμα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου δε βρέθηκε ποτέ και ετάφη ένα ακέφαλο πτώμα, που θεωρήθηκε πως ήταν ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, επειδή στα πόδια του είχε πέδιλα με ζωγραφισμένους χρυσούς αετούς που ήταν συνήθεια αυτοκρατορική.
Όλα αυτά δημιούργησαν το μύθο του μαρμαρωμένου Βασιλιά, σύμφωνα με τον οποίο ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δεν σκοτώθηκε στην μάχη αλλά μαρμαρώθηκε και βρίσκεται στην Κλειστή Πύλη της Αγίας Σοφίας μέχρι τη μέρα που άγγελος Κυρίου θα τον ζωντανέψει και θα του παραδώσει το σπαθί του ώστε να εκδιώξει τους κατακτητές Τούρκους μέχρι την Κόκκινη Μηλιά. Ακόμα και σήμερα, αγαπητό μου παιδί, πολλοί λένε πως σαν πλησιάσουν στην Κλειστή Πύλη της Αγιάς Σοφιάς ακούνε ψαλμωδίες και ύμνους για τον μαρμαρωμένο βασιλιά.
Ο παλαιότερος θρήνος για την άλωση της Πόλης είναι ένα δημοτικό τραγούδι που βρέθηκε σε χειρόγραφο του 15ου αιώνα και ανήκει στην δεύτερη περίοδο της Νεοελληνικής λογοτεχνίας (1453-1821). Παρατίθεται, όπως δημοσιεύτηκε το 1914 από τον Νικόλαο Πολίτη στην συλλογή του «Εκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού λαού»:
– Σημαίνει ὁ Θεός, σημαίνει ἡ γῆς, σημαίνουν τὰ ἐπουράνια, σημαίνει κι ἡ Ἁγιά-Σοφιά, τὸ μέγα μοναστήρι,
μὲ τετρακόσια σήμαντρα κι ἑξήντα δυὸ καμπάνες, κάθε καμπάνα καὶ παπᾶς, κάθε παπᾶς καὶ διάκος.
– Ψάλλει ζερβὰ ὁ βασιλιάς, δεξιὰ ὁ πατριάρχης, κι ἀπ᾿ τὴν πολλὴ τὴν ψαλμουδιὰ ἐσειόντανε οἱ κολόνες.
– Νὰ μποῦνε στὸ χερουβικὸ καὶ νά ῾βγει ὁ βασιλέας, φωνὴ τοὺς ἦρθε ἐξ οὐρανοῦ κι ἀπ᾿ ἀρχαγγέλου στόμα:
– «Πάψετε τὸ χερουβικὸ κι ἂς χαμηλώσουν τ᾿ Ἅγια, παπάδες πᾶρτε τὰ ἱερὰ καὶ σεῖς κεριὰ σβηστῆτε,
γιατί ῾ναι θέλημα Θεοῦ ἡ Πόλη νὰ τουρκέψει.
– Μόν᾿ στεῖλτε λόγο στὴ Φραγκιά, νὰ ῾ρθοῦν τρία καράβια, τό ῾να νὰ πάρει τὸ σταυρὸ καὶ τ᾿ ἄλλο τὸ βαγγέλιο,
τὸ τρίτο τὸ καλύτερο, τὴν ἅγια Τράπεζά μας, μὴ μᾶς τὴν πάρουν τὰ σκυλιὰ καὶ μᾶς τὴ μαγαρίσουν».
– Ἡ Δέσποινα ταράχτηκε καὶ δάκρυσαν οἱ εἰκόνες.
– «Σώπασε κυρὰ Δέσποινα, καὶ μὴ πολυδακρύζῃς, πάλι μὲ χρόνους, μὲ καιρούς, πάλι δικά μας θά ῾ναι».