Κόκκινα τηλέφωνα: Τη δεκαετία του ’80, όταν η κινητή τηλεφωνία ήταν ακόμα σενάριο επιστημονικής φαντασίας, ο κόσμος που βρισκόταν εκτός σπιτιού και έπρεπε να «τηλεφωνήσει», κατέφευγε σχεδόν πάντα στο θρυλικό «κόκκινο τηλέφωνο». Βρισκόταν στα περίπτερα και κάθε περαστικός μπορούσε να τηλεφωνήσει, τοποθετώντας στη σχισμή το νόμισμα των 2, των 5 ή των 10 δραχμών. Αναλόγως τη διάρκεια του τηλεφωνήματος. Ήταν γνωστό ως το «κόκκινο τηλέφωνο με κερματοδέκτη» ή αλλιώς και Ταμούρα, από το όνομα της ιαπωνικής εταιρείας που τα κατασκεύαζε .
Ο μηχανισμός των τηλεφώνων με την επίσημη ονομασία Victa Red Phone, ήταν ιδιαίτερα πολύπλοκος από τεχνικής πλευράς.
Οι περιπτεράδες είχαν πάντα στη διάθεσή τους ένα κλειδάκι, με το οποίο μπορούσαν να το κάνουν να λειτουργεί και χωρίς κέρμα.
Τα «κόκκινα τηλέφωνα» έγιναν κομμάτι της καθημερινότητας τη δεκαετία του ’80, καθώς εξυπηρετούσαν χιλιάδες πολίτες που έπρεπε να μιλήσουν με τη δουλειά, το σπίτι, «το φλερτ».
Όσο περίμενε ο καθένας τη σειρά του για να καλέσει, έκανε ασκήσεις υπομονής αν και δεν έλειπαν και οι καυγάδες, όταν κάποιος καθυστερούσε τη συνομιλία του.
Γιατί έβαζαν «λουκέτο» στο μηδέν
Την ίδια περίοδο, είχαν διαδοθεί πολύ τα τηλέφωνα με εσωτερικό μετρητή, που έβλεπε ο περιπτεράς.
Οι συσκευές αυτές ήταν σε δημόσιους χώρους, περίπτερα, ψιλικατζίδικα, μπακάλικα, αλλά παρουσίαζαν μία βασική διαφορά σε σχέση με τα κόκκινα τηλέφωνα και τους τηλεφωνικούς θαλάμους.
Η τηλεφωνική συσκευή ήταν παρόμοια με αυτή, που υπήρχε στις κατοικίες, και το κόστος της κλήσης κατέγραφε ένας μετρητής, που βρισκόταν μέσα στο περίπτερο.
Σε αρκετές περιπτώσεις οι μετρητές ήταν δύο. Ένας για τα αστικά τηλεφωνήματα ( στο ίδιο Κέντρο, στην ίδια πόλη) και ο άλλος για Υπεραστικές κλήσεις (διαφορετικά Κέντρα ή πόλεις). Η αστική κλήση χρεωνόταν με 1 μονάδα και απεριόριστη διάρκεια (με την «άδεια», του περιπτερά!) , ενώ για τις υπεραστικές κλήσεις, ίσχυε ένα είδος χρονοχρέωσης: ανάλογα την απόσταση και το χρόνο ομιλίας οι μονάδες «έπεφταν»!
Κάθε κλήση καταγραφόταν και στο τέλος έβγαινε ο λογαριασμός, ανάλογα με το πόση ώρα είχε διαρκέσει η κλήση και πόσες μονάδες είχαν εμφανιστεί στην οθόνη του μετρητή.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, κάθε ένας που καλούσε, να προσπαθεί να μιλήσει όσο το δυνατόν λιγότερο, σε αντίθεση με όσους χρησιμοποιούσαν τους τηλεφωνικούς θαλάμους, που με ένα μόνο κέρμα, μπορούσαν να μιλήσουν για αρκετή ώρα.
Σε ορισμένες περιπτώσεις οι περιπτεράδες «κλείδωναν» το καντράν του τηλεφώνου ώστε να μην μπορούν να γίνουν υπεραστικές κλήσεις.
Πιο συγκεκριμένα, έβαζαν ένα μικρό λουκέτο στο μηδέν, το ψηφίο που έπρεπε να πατήσει κάποιος στην αρχή της κλήσης, αν ήθελε να πάρει τηλέφωνο στην επαρχία ή το εξωτερικό.