Συν Αθηνά και χείρα κίνει λέμε παραινετικά σε όσους τα περιμένουν όλα… από το θεό ή την τύχη, χωρίς να κάνουν τίποτα οι ίδιοι σε μια δύσκολη στιγμή.
Ορισμένοι αποδίδουν την αρχή της συγκεκριμένης έκφρασης στον Όμηρο, ενώ άλλοι στον Ευριπίδη.
Στους μύθους του Αισώπου, αναφέρεται ότι η φράση ειπώθηκε από κάποιο ναυαγό (πλούσιο Αθηναίο), ο οποίος, αντί να επιχειρήσει να κολυμπήσει για να σωθεί, έκανε παρακλήσεις στη θεά Αθηνά να τον γλιτώσει χωρίς αυτός να κάνει την παραμικρή προσπάθεια να σωθεί.
Σχετικός είναι και ο μύθος του Αισώπου με τον βοηλάτη, ο οποίος όταν το αμάξι που οδηγούσε έπεσε μέσα σε ένα φαράγγι, «άργος ίστατο τω Ηρακλεϊ προσευχόμενος.
Ο δε θεός επιστάς είπε: “των τρόχων άπτου, καὶ τοὺς βόας νύττε, και τότε τω θεω εύχου, όταν καυτός τι ποιής· μη μέντοιγε μάτην εύχου». Δηλαδή, πιάσε τους τροχούς και τα βόδια και μετά να προσευχηθείς στο θεό, όταν κι εσύ ο ίδιος κάνεις κάτι, διαφορετικά προσεύχεσαι μάταια.