Φράσεις μακάβριες και απόκοσμες αλλά συχνές στο λεξιλόγιο μας. Πολλοί θεωρούν πως «απλά βγήκαν» ή πως τις είπε κάποιος και έμειναν. Ίσως να ναι κι έτσι. Όμως μια μικρή αναζήτηση στην ελληνική λαογραφία θα αποδείξει πως τίποτα τελικά δεν έχει βγει στην τύχη.
Πως βγήκαν λοιπόν οι πασίγνωστες φράσεις «Όποιον πάρει ο Χάρος» ή «Πάμε σαν τους στραβούς στον Άδη»; Οι ιστορίες σίγουρα θα σας εκπλήξουν.
ΚΙ ΟΠΟΙΟΝ ΠΑΡΕΙ Ο ΧΑΡΟΣ
Ο Θεός έστειλε µια φορά τον Χάρο να πάρει την ψυχή µιας πεντάµορφης κοπέλας. Η κοπέλα έπεσε στα πόδια και τον παρακαλούσε, ο Χάρος λύγισε ,της χάρισε τη ζωή και γύρισε στον Θεό µε άδεια χέρια.
Θύµωσε ο Θεός για την παρακοή του Χάρου, του έδωσε ένα χαστούκι και τον κούφανε, να µην ακούει πια θρήνους και µοιρολόγια και λυπάται.
Τον έστειλε άλλη φορά να πάρει την ψυχή ενός λεβεντονιού. Και µόνο που τον είδε ο Χάρος σπάραξε η καρδιά του, άφησε τον λεβεντονιό να χαρεί τη νιότη και την οµορφιά του και γύρισε πάλι στον Θεό µε άδεια χέρια.
Καινούργιο χαστούκι του Θεού και ο Χάρος απόµεινε για πάντα στραβός.
Από τότε ο Χάρος έγινε σκληρός και αδυσώπητος , παίρνει στην τύχη όποιον βρει µπροστά του, νέο ή γέρο, όµορφο ή άσχηµο, πλούσιο ή φτωχό και οδηγεί την ψυχή του στο υπόγειο βασίλειό του, τον Άδη ή Κάτω Κόσµο.
ΠΑΜΕ ΣΑ ΣΤΡΑΒΟΙ ΣΤΟΝ ΑΔΗ
Εκεί, λοιπόν, στον Κάτω Κόσµο, που έφερε ο Χάρος τις ψυχές, είναι παγωνιά και µαυρίλα. Οι ψυχές πορεύονται ψηλαφητά, κρατώντας και ακολουθώντας η µια την άλλη.
Οι ζωντανοί ,για να φωτίσουν λίγο το δρόµο των ψυχών, ανάβουν στους τάφους των νεκρών καντήλια. Το καντήλι πρέπει ν’ ανάβει κάθε βράδυ σαράντα µέρες µετά τον θάνατο .
Όταν περάσουν οι σαράντα µέρες πρέπει ν’ ανάβει κάθε Σάββατο και απαραίτητα τα Ψυχοσάββατα , ώσπου να κλείσουν τρία χρόνια.
Αν οι ζωντανοί παραµελούν το άναµµα του καντηλιού, οι ψυχές θλίβονται και αγανακτούν ,που οι αγαπηµένοι τους ξέχασαν και πια δεν τους θυµούνται.