Ποιος ο νέος φόρος, που οδηγεί σε κούρεμα καταθέσεων;
Σοβαρό αντικίνητρο σε κάθε προσπάθεια αύξησης των ηλεκτρονικών πληρωμών, αλλά και πλήγμα στην επιχειρηματική δραστηριότητα θα αποτελέσει η επιβολή φόρου επί των τραπεζικών συναλλαγών, που μελετά η κυβέρνηση.
Αυτό επισημαίνουν πηγές της αγοράς, σχολιάζοντας την πρόθεση της κυβέρνησης να επιβάλει φόρο 1 τοις χιλίοις σε όλες τις τραπεζικές συναλλαγές πάνω από ένα συγκεκριμένο ποσό π.χ. τα 1.000 ευρώ, σε μια προσπάθεια να βρει πόρους για τη χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος.
Τραπεζικά στελέχη δεν διστάζουν να χαρακτηρίσουν ένα τέτοιο φόρο ως «φόρο Φρανκενστάιν», αφού θα οδηγήσει στη φορολόγηση δύο, τριών ή και περισσότερων φορών του ίδιου ποσού αλλά και σε κούρεμα καταθέσεων, όταν αυτό θα διακινείται μέσω του τραπεζικού συστήματος.
Σύμφωνα με τα ίδια στελέχη, ένα τέτοιο μέτρο θα λειτουργήσει και ως κίνητρο για τη διοχέτευση συναλλαγών εκτός του ελληνικού τραπεζικού συστήματος από επιχειρήσεις που έχουν αυτή τη δυνατότητα, πολλές από τις οποίες το έχουν ήδη κάνει στο πλαίσιο της προσπάθειάς τους να παρακάμψουν τους περιορισμούς των capital controls.
Το γεγονός ότι η κυβέρνηση προσδοκά έσοδα 320 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση, παραπέμπει σε φορολόγηση τραπεζικών συναλλαγών συνολικής αξίας 320 δισ. ευρώ τον χρόνο, δηλαδή κάτι λιγότερο από δύο φορές το ΑΕΠ της χώρας περίπου.
Αν και δεν έχει διευκρινιστεί, η φορολόγηση πιθανολογείται ότι θα αφορά όλες τις μορφές των συναλλαγών, δηλαδή τόσο αυτές που πραγματοποιούνται μέσω ATM’s ή μέσω internet banking, όσο και αυτές που γίνονται από το γκισέ των τραπεζών και οι οποίες ως αξία είναι ο μεγαλύτερος όγκος στο σύνολο των τραπεζικών συναλλαγών.
Οπως επισημαίνουν τραπεζικά στελέχη, ο φόρος επί των τραπεζικών συναλλαγών σε τίποτε δεν προσιδιάζει με τον λεγόμενο φόρο Τόμπιν, στην επιβολή του οποίου έχουν συμφωνήσει έντεκα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη. Ο φόρος Τόμπιν αφορά σε βραχυπρόθεσμες κερδοσκοπικές συναλλαγές μέσω χρηματιστηρίου και όχι όλες τις τραπεζικές.
Πρόκειται για μια γενικευμένη φορολογία του χρήματος που διακινείται μέσω των τραπεζών και συνεπάγεται ουσιαστικά τη φορολόγηση του ίδιου ποσού πάνω από δύο, τρεις ή περισσότερες φορές, ανάλογα με το πόσες φορές αλλάζει χέρια το χρήμα που διακινείται.
Ετσι μια επιχείρηση μπορεί να φορολογηθεί για την κατάθεση της μισθοδοσίας της στην τράπεζα και στη συνέχεια το ίδιο ποσό να φορολογηθεί κατά την ανάληψή του από τους υπαλλήλους αυτής της επιχείρησης, μέσα από τις διαδοχικές αναλήψεις στις οποίες θα προχωρήσουν.
Αντίστοιχα το ποσό που καταβάλλεται για την πληρωμή ενός προμηθευτή, μπορεί να φορολογηθεί στη συνέχεια κατά την ανάληψη αυτού του ποσού για την πληρωμή άλλων προμηθευτών, την πληρωμή μισθοδοσίας υπαλλήλων, την πληρωμή πελατών, φόρων κ.ο.κ. Οπως χαρακτηριστικά σημειώνουν φορείς της αγοράς, το χρήμα μπορεί να αλλάξει διαδοχικά χέρια ακόμη και δέκα φορές, μέχρι να καταλήξει στην κατανάλωση.
Πρόκειται έτσι για ένα φόρο που θα πληρώνεται σωρευτικά και όχι συμψηφιστικά, όπως είναι ο ΦΠΑ, ο οποίος συμψηφίζεται σε κάθε στάδιο διακίνησης του προϊόντος και καταλήγει τελικώς να πληρώνεται από τον καταναλωτή και μόνο.
Η φορολόγηση εκτιμάται ότι θα πλήξει κυρίως τις επιχειρήσεις που πραγματοποιούν συναλλαγές μεγάλης αξίας (όπως για μισθοδοσία, πληρωμή προμηθευτών κ.λπ.) και θα έρθει να προστεθεί στο ήδη βαρύ κόστος που υποχρεώνονται να πληρώνουν για τις καθημερινές τους συναλλαγές λόγω των capital controls, που έχουν εκτινάξει το κόστος μεταφοράς ποσών μέσω τράπεζας.
Εκτός από τις μεγάλες επιχειρήσεις, σημαντικό θα είναι το πλήγμα και για μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες πραγματοποιούν μεγάλους τζίρους με μικρά περιθώρια κέρδους λόγω των προϊόντων που εμπορεύονται, όπως τα πρατήρια καυσίμων.
Η επιβολή ενός τέτοιου φόρου θα αποθαρρύνει τη διενέργεια συναλλαγών μέσω του τραπεζικού συστήματος, θα αυξήσει τις εξωτραπεζικές συναλλαγές και θα ενισχύσει την παραοικονομία, ειδικά σε μια περίοδο που η κυβέρνηση φέρεται να επιδιώκει την ενθάρρυνση των ηλεκτρονικών πληρωμών ως μέτρο πάταξης της φοροδιαφυγής.
Αν και δεν μπορεί να υπολογιστεί στον βαθμό που δεν είναι σαφές ποιες συναλλαγές θα επιβαρυνθούν, σημαντικό θα είναι το κόστος και για τα φυσικά πρόσωπα. Μέσα από τη φορολόγηση του 1 επί τοις χιλίοις για ποσά άνω των 1.000 ευρώ, η κυβέρνηση φέρεται να επιδιώκει την είσπραξη εσόδων από πολλούς, αφού για κάθε συναλλαγή άνω των 1.000 ευρώ θα εισπράττει 1 ευρώ.
Αν και η επιβάρυνση εμφανίζεται χαμηλή, σε κάθε περίπτωση συνιστά ένα επιπλέον κόστος για καθημερινές συναλλαγές, όπως αυτές μέσω γκισέ ή internet banking, το κόστος διενέργειας των οποίων έχει αυξηθεί τους τελευταίους μήνες.