Πώς θα γίνει στο άτυπο κούρεμα καταθέσεων μέσω του τέλους τραπεζικών συναλλαγών; Πόσα θα εισπrάττει το κράτος;
Σημαντικές επιβαρύνσεις για καταθέτες και τράπεζες αναμένεται να φέρει το τέλος επί των τραπεζικών συναλλαγών 1 τοις χιλίοις που προωθεί η κυβέρνηση εάν και εφόσον αυτό εγκριθεί από τους θεσμούς.
Στοιχεία που έχει στη διάθεση του το υπουργείο Οικονομικών καταδεικνύουν ότι οι ετήσιες τραπεζικές συναλλαγές ξεπερνούν τα 350 δισ. ευρώ ετησίως, ήτοι ημερησίως ανέρχονται σε 960 εκατ. ευρώ περίπου.
Στην περίπτωση που επιβληθεί τέλος 1 τοις χιλίοις αυτό απλά θα σημαίνει πως το Δημόσιο θα εισπράττει σε ημερήσια βάση 960.000 ευρώ από την πηγή αυτή, κόστος που θα επιμερίζονται καταθέτες και τράπεζες κατά 50%.
Έτσι, σε ημερήσια βάση νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα επωμίζονται με πρόσθετο κόστος συναλλαγών 480.000 ευρώ, ενώ το ίδιο ποσό θα βαρύνει και τις τράπεζες. Σε ετήσια βάση η επιβάρυνση για το τραπεζικό σύστημα από το τέλος συναλλαγών θα είναι 175,2 εκατ. ευρώ. Αυτό το ποσό θα αφαιρεθεί ουσιαστικά από το σύνολο των συναλλαγών των τραπεζών και θα πλήξει ευθέως την κερδοφορία τους.
Και δεδομένου ότι δεν θα είναι ένα μέτρο που θα ληφθεί μόνον το 2016, θα έχει διαρκή επίπτωση στον κύκλο εργασιών των τραπεζών, καθώς θα συρρικνώνει τις τραπεζικές εργασίες σε όρους όγκου συναλλαγών.
Το τελικό ποσό που θα εισρεύσει στα δημόσια ταμεία από το τέλος επί των τραπεζικών συναλλαγών θα εξαρτηθεί από τις συναλλαγές που θα εξαιρεθούν από αυτό. Κατά πληροφορίες η κυβέρνηση σχεδιάζει να εξαιρέσει από το τέλος διάφορα είδη συναλλαγών, π.χ., κινήσεις που γίνονται στα αυτόματα μηχανήματα ανάληψης, συναλλαγές έως 500 ευρώ, κ.α.
Στελέχη του οικονομικού επιτελείου αναφέρουν πως εάν δεν υπάρξουν εξαιρέσεις θα εισπράττονται 350 εκατ. ευρώ ετησίως, εάν υπάρξουν εξαιρέσεις θα εισπραχτούν στα 300 εκατ. ευρώ. Εάν ο συντελεστής φορολόγησης διπλασιαστεί από το 1 τοις χιλίοις στο 2 τοις χιλίοις και τα σχετικά ποσά θα διπλασιασθούν.
Το τέλος επί των τραπεζικών συναλλαγών 1 τοις χιλίοις το είχε προτείνει ο Γιάνης Βαρουφάκης στους θεσμούς τον Απρίλιο, ωστόσο ΔΝΤ,ΕΕ, ΕΚΤ και ESM δεν είχαν θεωρήσει σωστή τη σχετική επιλογή.
Κατά το ΔΝΤ ο σχετικός φόρος μπορεί να λειτουργήσει καλύτερα σε περιόδους δημοσιονομικής κρίσης, όταν η χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση, είναι αναπτυγμένη και όταν ο φορολογικός συντελεστής που βαρύνει τις συναλλαγές είναι μικρός.
Ωστόσο, στις περιπτώσεις που οι φορολογικοί συντελεστές ήταν υψηλοί και ο φόρος εφαρμόστηκε για παρατεταμένη χρονική περίοδο, διαπιστώθηκε αφενός πτώση των φορολογικών εσόδων, αφετέρου πτώση των καταθέσεων και επιτάχυνση του φαινομένου της αποδιαμεσολάβησης (disintermediation), ήτοι αποδυνάμωση της ικανότητας των τραπεζών να παρέχουν δάνεια.