Έχει καταφέρει και είναι συνώνυμο του σινεμά. Από τότε που οι κινηματογράφοι έγιναν χώροι οικογενειακής διασκέδασης, το ποπ κορν, έγινε το αγαπημένο σνακ που συνοδεύει τους θεατές. Τα κέρδη από τη κατανάλωσή του, είναι τεράστια, ενώ τεράστιο είναι και το ποσοστό κέρδους, για όσους το πουλούν.
Μέσα στους αιώνες, το σνακ έχει εξελιχθεί, έχει πολλές παραλλαγές, αλλά δεν είναι λίγοι που το προτιμούν στη κλασική του version, με ζεστό βούτυρο και αλάτι.
Πως έφτασε όμως το ποπ κόρν στα χέρια μας και άλλαξε τις νύχτες μας;
Πρωτοεμφανίστηκε στο Μεξικό, πριν 5.000 χρόνια. Εκεί η θερμοκρασία αγγίζει τους 60 βαθμούς κελσίου, όταν υπάρχει ήλιος. Έτσι όταν οι κάτοικοι άφησαν τα καλαμπόκια τους, είδαν να ψήνονται και να αλλάζουν μορφή. Το θεοποιήσαν όπως είναι φυσικό, και το έκαναν τροφή για θρησκευτικές γιορτές.
Όταν άρχιζαν να γεμίζουν οι ΗΠΑ, από μετανάστες, δεν το υποδέχτηκαν ένθερμα. Αντιδρούσαν οι ευρωπαίοι, γιατί έξω από τους κινηματογράφους πουλούσαν το ποπ κορν γηγενείς Ινδιάνοι. Όμως το καθιέρωσαν τα παιδιά, γιατί οι Ινδιάνοι είχαν τη πολύ έξυπνη ιδέα, να βάλουν ζάχαρη πάνω τους. Από τα παιδιά η μανία πέρασε και στους ενήλικες, και σύντομα εξαπλώθηκε σε όλες τις ΗΠΑ.
Η σημερινή τους μορφή, δηλαδή ποπ κορν με αλάτι, καθιερώθηκε στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η ζάχαρη ήταν δυσεύρετη και πολύ ακριβή. Αντικατέστησαν τη ζάχαρη με αλάτι οι πωλητές, και είδαν ότι οι καταναλωτές μένουν ευχαριστημένοι.
Από τότε το αλάτι είναι βασικό συστατικό της επιτυχίας τους. Μια έρευνα των ιδιοκτητών κινηματογράφων στις ΗΠΑ, έδειξε ότι το 20% των εσόδων προέρχεται από τη πώληση ποπ κορν.