Έζησε πράγματι ανάμεσά μας ένας άντρας που αποκαλούνταν Ιησούς από τη Ναζαρέτ;
Η συζήτηση για την ιστορικότητα του Ιησού ως υπαρκτού προσώπου έχει αποκτήσει κεντρική πια θέση στις βιβλικές σπουδές και δεν πρέπει να συγχέεται με τον θεϊκό Χριστό των πιστών, τον Ιησού-θεάνθρωπο της χριστιανοσύνης δηλαδή.
Οι κοσμικοί μελετητές της ύπαρξης του Χριστού έχουν χωριστεί σε διάφορα στρατόπεδα και οι θεωρίες δίνουν και παίρνουν: από τον Ιησού τον σοφό μάγο και τον αποκαλυπτικό προφήτη μέχρι και τον Ιησού τον επαναστάτη, πολλά και διαφορετικά έχουν υποστηριχθεί κατά καιρούς για το ποιος ήταν ο μυστηριώδης άντρας από τη Ναζαρέτ.
Οι ακαδημαϊκές αυτές απόψεις δέχονται ωστόσο εκ προοιμίου την ύπαρξη του Χριστού, την ίδια στιγμή που μεγάλη μερίδα ακαδημαϊκών ερευνητών απορρίπτει με σφοδρότητα την πιθανότητα να έζησε ο Ιησούς, θεωρώντας ότι η όλη συζήτηση προκαλεί «ακαδημαϊκή αμηχανία».
Κι αυτό γιατί το πρόβλημα που συναντάμε όταν προσπαθούμε να μάθουμε περισσότερα για τον ιστορικό Ιησού είναι η πρόδηλη έλλειψη σύγχρονων πηγών. Οι παλιότερες αναφορές κάνουν ξεκάθαρα λόγο για τον μυθιστορηματικό Χριστό της Πίστης, αυτόν που περπατούσε στο νερό δηλαδή, κάτι που δεν μπορεί να δεχτεί η κοσμική ακαδημαϊκή κοινότητα.
Οι πρώιμες αυτές πηγές, που συντάχθηκαν δεκαετίες μετά τα φερόμενα γεγονότα, πηγάζουν από πιστούς πρωτοχριστιανούς που θέλησαν να προωθήσουν το νέο δόγμα, κάτι που μας δίνει καλούς λόγους να αμφισβητούμε την αλήθεια των αναφορών τους. Οι συγγραφείς των Ευαγγελίων δεν ονομάζουν τους εαυτούς τους (τα Ευαγγέλια του Κανόνα ήταν ανώνυμα αρχικά και ταυτοποιήθηκαν αργότερα από την εκκλησία), δεν περιγράφουν τις δικές τους πηγές και δεν παρουσιάζουν ίχνος κριτικής για τα γεγονότα και τις αυθεντικές μαρτυρίες.
Ακόμα και οι Επιστολές του Παύλου, που χρονολογούνται παλιότερα από τα Ευαγγέλια, δεν παρέχουν επαρκή πειστήρια για να δεχτούμε αδογμάτιστα ότι ο Ιησούς πράγματι υπήρξε. Αποφεύγοντας τα επίγεια γεγονότα και διδάγματα του Χριστού, ο απόστολος Παύλος αναφέρεται αποκλειστικά στη θεϊκή φύση του Ιησού και οι μόνες πηγές που παραθέτει είναι οι άμεσες αποκαλύψεις του από τον ίδιο τον Κύριο αλλά και οι έμμεσες αναφορές της Παλαιάς Διαθήκης. Στην πραγματικότητα, ο Παύλος αποκλείει τις ανθρώπινες πηγές (Επιστολή Προς Γαλάτες 1:11-12).
Ταυτοχρόνως, δεν υπάρχουν αυτόπτες μάρτυρες ή αναφορές στον Ιησού από τους συγχρόνους του. Το μόνο που έχουμε σήμερα στα χέρια μας είναι κατοπινές περιγραφές της βιογραφίας του Ιησού από μη αυτόπτες μάρτυρες, οι περισσότερες εκ των οποίων είναι προφανώς στρεβλωμένες από τον μανδύα της πίστης. Οι λιγοστές και διάσπαρτες εξω-βιβλικές και μη-χριστιανικές πηγές δεν ρίχνουν καθόλου φως στο μυστηριώδες γεγονός της ιστορικής σιωπής για τον Ιησού και είναι μόνο ο Φλάβιος Ιώσηπος και ο Τάκιτος που τον αναφέρουν στις δικές τους ιστορίες.
Ο αγνωστικισμός έχει επιστρατευτεί λοιπόν ως η καλύτερη απάντηση που έχουμε προς το παρόν στα χέρια μας για την ύπαρξη του ιστορικού Ιησού, καθώς το πράγμα παραμένει σταυρόλεξο για πολύ δυνατούς λύτες. Άλλη μια θεωρία που φαίνεται να κερδίζει έδαφος τα τελευταία χρόνια έχει να κάνει με την εκκοσμίκευση της θεϊκής φύσης του Χριστού: η πίστη στον Ιησού ξεκίνησε δηλαδή ως πίστη σε ένα απόλυτα θεϊκό και ουράνιο ον (το οποίο σκοτώθηκε από δαιμόνια στον επάνω κόσμο), το οποίο εξανθρωπίστηκε και ιστορικοποιήθηκε στο διάβα του χρόνου. Οι ερευνητές παραθέτουν εδώ τις Επιστολές του Παύλου, οι οποίες υποστηρίζουν ενθέρμως τη θεωρία του ουράνιου Ιησού όταν ισχυρίζονται ότι ο Χριστός θανατώθηκε από δαίμονες.
Τι ισχυρίζεται όμως σήμερα το παραδοσιακό ρεύμα των βιβλικών σπουδών (και όχι οι θεολογικές σπουδές που δέχονται δογματικά και a priori την ύπαρξη του Ιησού); Πολύ λίγα πραγματικά, τουλάχιστον σε επίπεδο ουσίας! Μόλις δύο μελετητές έχουν αποπειραθεί να αποδείξουν το ιστορικό πλαίσιο της ζωής του Ιησού τα τελευταία χρόνια, αν και η άνευ όρων αποδοχή από μέρους τους της αλήθειας των ευαγγελικών αναφορών τούς έχει θέσει στο περιθώριο της επιστημονικής έρευνας. Κι αυτό γιατί πώς είναι δυνατόν να διακρίνουν την ακριβή ιστορική αναφορά από την πεφωτισμένη αλληγορία και τη διασκεδαστική μυθιστοριογραφία των ευαγγελικών κειμένων;
Πριν περάσουμε στην ανάλυση των δύο σημαντικών εξω-βιβλικών αναφορών για τον Χριστό, αρκεί για την ώρα να σημειώσουμε ότι εντός ακαδημαϊκής κοινότητας υπάρχουν καλοί λόγοι να αμφισβητηθεί η ιστορική ύπαρξη του Χριστού. Πολλοί μάλιστα καταλήγουν τελεσίδικα ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο, να έζησε δηλαδή ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ, δεν είναι καθόλου πιθανό…
Η ακαδημαϊκή διερεύνηση σχετικά με την ιστορικότητα του Ιησού εμπίπτει σε τρεις κατηγορίες: τις κλασικές πηγές (ελληνικές και ρωμαϊκές), τις εβραϊκές και τις χριστιανικές. Η έρευνα έχει εν πολλοίς συμπεράνει ότι οι χριστιανικές αναφορές στον Ιησού είναι διαστρεβλωμένες γιατί είναι περιχαρακωμένες μέσα στο θεολογικό πλαίσιο του ταγμένου πιστού. Κι έτσι η αξιόπιστη μελέτη στρέφεται αναγκαστικά σε εξω-βιβλικές πηγές, τρίτες μαρτυρίες για την ύπαρξη του Ιησού δηλαδή που δεν συσκοτίζονται από το προκατειλημμένο βλέμμα του αφοσιωμένου μαθητή και του διωκόμενου πιστού…
Η περίπτωση του Τάκιτου
Λέει ο Τάκιτος (σε ελεύθερη απόδοση): «Για να καταστείλει λοιπόν τις φήμες, ο Νέρων υπέδειξε ως ενόχους και τιμώρησε με τους πιο ασυνήθιστους τρόπους αυτούς που ο λαός μισούσε για τις ανομίες τους … και τους αποκαλούσε Χριστιανούς. Ο ιδρυτής του ονόματος, ο Χριστός, εκτελέστηκε κατά τη βασιλεία του Τιβέριου από τον έπαρχο Πόντιο Πιλάτο … Είχε κατασταλεί για ένα διάστημα, η θανάσιμη δεισιδαιμονία ανέτειλε όμως και πάλι όχι μόνο στην Ιουδαία, την πηγή αυτού του κακού, αλλά και στην πόλη [τη Ρώμη], εκεί που συγκεντρώνονται όλα τα φριχτά και ατιμωτικά πράγματα του κόσμου και γίνονται δημοφιλή»…
Φλάβιος Ιώσηπος
Ο Ιώσηπος μετακόμισε λοιπόν στη Ρώμη και ζούσε πια κάτω από την εύνοια του αυτοκράτορα, όπου και συνέγραψε τα ιστορικά και απολογητικά συγγράμματά του, υιοθετώντας πια το λατινικό όνομά του Φλάβιος Ιώσηπος, κάτι που τον έκανε να μοιάζει με προδότη στα μάτια των ομόθρησκών του στην Ιουδαία. Ο ίδιος παρέμεινε ωστόσο ταγμένος ιουδαίος, κάτι που ανασυγκροτείται τόσο από την εικόνα του όσο και τα γραπτά του, αν και η σύνταξή του στο πλευρό των ρωμαίων κατακτητών, των χειρότερων εχθρών των εβραίων της Ιουδαίας, δεν τον έκανε ακριβώς δημοφιλή στη γενέτειρά του.
Η πιο σύντομη από τις δύο αυτές αναφορές (στον εικοστό τόμο του έργου) είναι σχεδόν συμπτωματική, καθώς ο ιστορικός κάνει λόγο για τον αδελφό του Ιησού, τον Ιάκωβο, θρησκευτικό ηγέτη του ναού της Ιερουσαλήμ: «Ο Άνανος […] κάλεσε το δικαστήριο και έφερε ενώπιόν του τον αδελφό τού Ιησού, που λεγόταν Χριστός, και του οποίου το όνομα ήταν Ιάκωβος, και μερικούς άλλους». Ήταν κατά την προσωρινή απουσία του ρωμαίου κυβερνήτη το 62 μ.Χ. που ο αρχιερέας Άνανος υποκίνησε την εκτέλεση του Ιάκωβου με λιθοβολισμό, την οποία μνημονεύει ο Ιώσηπος. Ο ιστορικός αποκαλεί τον αδερφό του Ιάκωβου «Ιησού, τον οποίο αποκαλούν Χριστό». Το όνομα του Ιησού ήταν ωστόσο πολύ κοινό στην Ιουδαία της εποχής (Ιεσούα), ο Ιώσηπος αναφέρει τουλάχιστον άλλους δώδεκα άντρες με το ίδιο όνομα, γι’ αυτό και είναι αναγκασμένος να του αποδώσει πρόσθετους χαρακτηρισμούς ώστε να γίνει σαφές σε ποιον αναφέρεται. Ο Ιώσηπος διευκρινίζει λοιπόν για ποιον Ιησού κάνει λόγο προσθέτοντας τη φράση «αυτόν που αποκαλούν Χριστό» (είναι γραμμένο στα ελληνικά όπως είπαμε το κείμενο).
Αν και αυτό το τελευταίο θεωρείται σήμερα απίθανο. Οι Ρωμαίοι του 1ου αιώνα μ.Χ. δεν είχαν καμιά ιδέα ποιος ήταν ο Χριστός και το όνομά του είχε πιθανότατα εμφανιστεί σε παλιότερο τόμο της «Ιουδαϊκής Αρχαιολογίας». Γι’ αυτό και δεν παρέχει περισσότερες πληροφορίες για τον «Μεσσία/Χριστό» ο ιστορικός, καθώς αυτό το είχε κάνει ήδη αλλού. Αυτό που κάνει ξεχωριστή τη μαρτυρία του Ιώσηπου είναι ότι δεν τη συνδέει με τη χριστιανική θρησκεία, αναφέρεται απλώς στο υπαρκτό πρόσωπο του κατοίκου της Ιουδαίας που κάποιοι αποκαλούν Χριστό.
Αυτή η σύντομη, καθαρή και ανεξάρτητη αναφορά στον Ιησού είναι ό,τι πιο αξιόπιστο έχουμε στα χέρια μας για την ύπαρξη του Χριστού ως ιστορικού προσώπου, καθώς η δεύτερη και πιο εκτενής αναφορά του Ιώσηπου, γνωστή στην ακαδημαϊκή κοινότητα ως «Φλαβιανή Μαρτυρία» (Testimonium Flavianum), αμφισβητείται πια σχεδόν καθολικά.
Όπως είπαμε, το απόσπασμα θεωρείται πια προϊόν παραχάραξης, αν όχι όλο, τουλάχιστον κάποια σημεία του, τα επίμαχα. Κι αυτό γιατί κατά πρώτον, ο ιουδαίος ιστορικός επαινεί σε ολάκερο το σύγγραμμά του τα καλά του ιουδαϊσμού και του Μωσαϊκού Νόμου και δεν αφήνει πουθενά ούτε το παραμικρό ίχνος πίστης στον Ιησού, τον οποίο φαίνεται να παραπαινεύει για τα δικά του δεδομένα στο συγκεκριμένο απόσπασμα.
Κατά δεύτερο, η τολμηρή δήλωση ότι ο Ιησούς ήταν ο Μεσσίας όχι μόνο δεν συνάδει με την εβραϊκή παράδοση, αλλά απηχεί σαφώς χριστιανική ομολογία και πλήθος ειδικών θεωρούν ότι το χωρίο μυρίζει πολύ Απόστολο Παύλο! Το να είναι ολότελα αυθεντικό το εδάφιο του Ιώσηπου μοιάζει λοιπόν απίθανο, αυτό που μας απασχολεί τώρα είναι ο βαθμός στον οποίο είναι «πειραγμένο». Σύμφωνα με μια δημοφιλή ακαδημαϊκή εκδοχή, όλο το Testimonium Flavianum είναι πλαστογραφημένο, αν και αυτή η αφοριστική καταδίκη δεν φαίνεται να επιβιώνει στο ξυράφι της ψύχραιμης ανάλυσης.
Οι μορφωμένοι Ρωμαίοι εξάλλου, στους οποίους και αναφέρεται ο Ιώσηπος (γι’ αυτό και γράφει το σύγγραμμά του στα ελληνικά), καταλάβαιναν ότι το «Christus» ήταν απλώς ένα όνομα, σαν το Γάιος και το Μάρκος, καθώς τον 1ο αιώνα μ.Χ. το «Χριστός» δεν ενείχε τη λαμπρή και τιμητική αργότερα σημασία με την οποία το ξέρουμε σήμερα, ως διαλεχτός του Θεού δηλαδή. Η «Φλαβιανή Μαρτυρία» του Βιβλίου 18 της ιωσηπιανής «Ιουδαϊκής Αρχαιολογίας» παραμένει πλήρως εναρμονισμένη με το πλαίσιο εγγραφής της, καθώς τη συναντάμε στο εδάφιο για τα χρονικά του Πόντιου Πιλάτου ως κυβερνήτη της Ιουδαίας, και δεν ήταν τίποτα άλλο παρά άλλη μια γνώριμη από τις χαρακτηριστικές παρεκβάσεις του συγγραφέα.
Αν και είναι η τρίτη εναλλακτική που συγκεντρώνει τη μεγαλύτερη συναίνεση από πλευράς ιστορικών: το «Testimonium Flavianum» βασίζεται σε αυθεντική αναφορά του Ιώσηπου, αν και έχει υποστεί μεταγενέστερη τροποποίηση, πιθανότατα από πρωτοχριστιανικά χέρια. Οι μελετητές έχουν απομονώσει τις λέξεις και τις φράσεις που δεν συναντώνται στο υπόλοιπο έργο του ιστορικού και μοιάζουν ξένες τόσο στη γραφή όσο και τη σκέψη του και ό,τι απομένει, είναι καθαρός Ιώσηπος. Ως εκρωμαϊσμένος εβραίος, ο Ιώσηπος δεν θα έπαιρνε θέση υπέρ του Ιησού και στις μη ελληνικές μάλιστα εκδοχές του «Testimonium» οι προσθήκες είναι ακόμα πιο κραυγαλέες: στη λατινική μετάφραση, ο Ιησούς «πιστευόταν ότι ήταν ο Μεσσίας», ενώ στην αραβική εκδοχή του «ο Ιησούς ήταν πιθανότατα ο Μεσσίας».
Τι μαθαίνουμε για τον Ιησού από τον Τάκιτο και τον Ιώσηπο;
Ο Ιησούς υπήρξε λοιπόν ως άνθρωπος. Ο Ιώσηπος μεγάλωσε μέσα σε ιερατική οικογένεια στην Ιουδαία του 1ου αιώνα, έγραψε λίγες μόλις δεκαετίες μετά από τον θάνατό του και φαίνεται να γνωρίζει καλά το οικογενειακό και ιστορικό πλαίσιο του Ιησού από τη Ναζαρέτ. Αν υπήρξε εξάλλου εβραίος συγγραφέας του καιρού που θα ήταν σε θέση να γνωρίζει τη μη ύπαρξη του Χριστού, αυτός δεν θα ήταν άλλος από τον διαπρεπή Ιώσηπο. Και είναι η δική του ανεξάρτητη μαρτυρία που παραμένει το σημαντικότερο εξω-βιβλικό πειστήριο για την ύπαρξη του Ιησού, το μεγαλύτερο εμπόδιο δηλαδή στις απόπειρες των αρνητών της ζωής του να επικαλούνται την έλλειψη τρίτων και ασφαλών μαρτυριών για τα έργα και τις ημέρες του.
Το όνομά του ήταν πράγματι Ιησούς, όπως επιβεβαιώνει ο Ιώσηπος. Στα ελληνικά τον αποκαλούσαν «Χριστό», που ήταν η ελληνική απόδοση του εβραϊκού «Μεσσίας». Ο Ιώσηπος το λέει καθαρά και ο Τάκιτος το υπαινίσσεται, θεωρώντας πως το «Christus» δεν ήταν όνομα παρά χαρακτηρισμός. Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ είχε έναν αδερφό, τον Ιάκωβο, και κατάφερε να αποσπάσει πολλούς εβραίους και εθνικούς θαυμαστές, αν και αυτό το «πολλοί» θεωρείται μεταγενέστερη προσθήκη, καθώς το κίνημα των πρωτοχριστιανών δεν εγκαθιδρύθηκε παρά μετά τη σταύρωσή του.
Μερίδα πιστών του Ιησού δεν εγκατέλειψαν την αφοσίωσή τους σε εκείνον μετά τον χαμό του, αλλά συνέχισαν τα κηρύγματά του. Η σύνδεση πιστών και Ιησού βασίστηκε πάνω στο «Χριστός», ως ο όρος που χρησιμοποιήθηκε για να αναγνωρίζονται τόσο ο Ιησούς όσο και οι πιστοί του ακόλουθοι, οι χριστιανοί. Σύμφωνα με τον Τάκιτο, το κίνημα των χριστιανών ιδρύθηκε στην Ιουδαία, την ίδια ώρα που ο Ιώσηπος παρατηρεί ότι συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια του 1ου αιώνα μ.Χ. Ο Τάκιτος εκφράζει μάλιστα τη λύπη του που το κίνημα εξαπλώθηκε και έφτασε ως τη Ρώμη κατά τη διάρκεια του 2ου αιώνα μ.Χ.
Είναι όμως και το άλλο: κανείς αρχαίος δεν αμφισβήτησε ποτέ την ύπαρξη του Χριστού. Ούτε παγανιστής, ούτε ειδωλολάτρης, ούτε εβραίος ούτε και κάποιος άλλος, ακόμα κι αν δεν έβλεπε με καλό μάτι την έλευση του χριστιανισμού, σκέφτηκε ποτέ να αμφισβητήσει ιστορικά την ύπαρξη του Ιησού. Ακόμα και τα ραβινικά κείμενα των πρώτων αυτών αιώνων δεν στρέφουν καμία πολεμική εναντίον της ύπαρξης του Ιησού, θεωρώντας πως ήταν ένα καθόλα ιστορικό πρόσωπο.
Ο Λουκιανός εμφανίζεται γνώστης των χριστιανικών «βιβλίων», όπως λέει, κάποια από τα οποία μπορεί να ήταν τμήματα της Καινής Διαθήκης, αν και η παραπληροφόρηση που διέπει τα χωρία του έχουν οδηγήσει τους μελετητές του να πιστέψουν ότι δεν πρέπει να είχε έρθει σε απευθείας επαφή με τα ιερά κείμενα της χριστιανοσύνης. Οι ανακρίβειες του Λουκιανού αλλά και η σύγχυση χριστιανισμού και εβραϊσμού, κοινή σε πολλούς κλασικούς λόγιους, έχουν δώσει ζωή στην υπόθεση ότι ο σατιρικός ποιητής συγκέντρωσε τις πληροφορίες του από πηγές ανεξάρτητες από τα Πατερικά Κείμενα και τις χριστιανικές γραφές. Αυτός είναι και ο λόγος που η πηγή του Λουκιανού θεωρείται ως αυτόνομη μαρτυρία επιβεβαίωσης της ύπαρξης του Ιησού. Παρά τη γελοιοποίηση και την περιφρόνηση που παρουσιάζει ο Λουκιανός για τον Χριστό, περιγράφοντάς τον «σταυρωμένο σοφιστή».
Η παράδοση με τους μειωτικούς χαρακτηρισμούς για τον Ιησού στους Εθνικούς ήταν μακρά, αν και για το θέμα που μας απασχολεί ενδέχεται να λειτουργούν ως ανεξάρτητες μαρτυρίες για την ιστορικότητα του βίου του. Ο πλατωνικός φιλόσοφος Κέλσος, για παράδειγμα, στην αντιχριστιανική πολεμική που εκτοξεύει στο μνημειώδες «Αληθής Λόγος», θεωρεί τον Ιησού μάγο που κατέφυγε σε υπερβολικούς ισχυρισμούς, την ίδια ώρα που ο ρωμαίος αξιωματούχος, ρήτορας και νομομαθής Πλίνιος ο Νεότερος, προσωπικός φίλος του Τάκιτου, αναφέρθηκε στη λατρεία των πρωτοχριστιανών, ισχυριζόμενος ότι ο Christus λατρευόταν «σαν να ήταν Θεός».
Υπάρχει, τέλος, ο σύρος φιλόσοφος Μαρά βαρ Σεραπίων, που έπεσε κάποια στιγμή αιχμάλωτος των Ρωμαίων και έστειλε μια επιστολή στον γιο του, στην οποία κάνει λόγο για τον «σοφό εβραίο βασιλιά» με τρόπο που φαίνεται να παραπέμπει στον Ιησού, αν και δεν τον κατονομάζει. Οι λοιπές αναφορές στον Χριστό σε άλλες πηγές θεωρούνται είτε ανακριβείς είτε άσχετες, ιστορική συναίνεση πάντως δεν υπάρχει.
Από τα ιστορικά και λογοτεχνικά αυτά ντοκουμέντα για την ιστορικότητα του Ιησού από τη Ναζαρέτ, έτσι όπως επιβίωσαν στους αιώνες και παραχαράχτηκαν από θεολόγους, μπορούμε να συνάγουμε με σχετική επιφύλαξη πάντα ότι ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Το πρόβλημα που συνεχίζει να υπάρχει έχει να κάνει με το πόσο κοινό ήταν το όνομα Ιησούς (Ιεσούα) στην Ιουδαία του 1ου αιώνα, κάτι που θέτει εν αμφιβόλω πολλές πηγές που δεν παρέχουν περισσότερα πειστήρια για να θεωρούν μαρτυρίες του συγκεκριμένου Ιησού.