Πού εντοπίζεται ο «κίνδυνος» διπλής επιβάρυνσης των καταθέσεων στη φορολογική δήλωση 2015; Γιατί είναι απαραίτητη η συνεννόηση των ατόμων που είναι συνδικαιούχοι λογαριασμών;
Αντιμέτωποι με έναν ακόμα γρίφο έρχονται οι φορολογούμενοι οι οποίοι έχουν εισπράξει στη διάρκεια του 2014 τόκους από τις μεγαλύτερες ή μικρότερες τραπεζικές τους καταθέσεις.
Όπως επισημαίνουν λογιστές, σε περιπτώσεις συνδικαιούχων τραπεζικών λογαριασμών διαπιστώνεται ότι το ποσό των τόκων εμφανίζεται ολόκληρο και στη δήλωση του ενός και στη δήλωση του άλλου. Αν δεν συνεννοηθούν μεταξύ τους, υπάρχει ο κίνδυνος να φορολογηθούν διπλά για το ίδιο ποσό, καθώς οι τόκοι καταθέσεων μετρούν και κατά τον υπολογισμό της έκτακτης εισφοράς.
Πέρυσι, οι τόκοι εμφανίζονταν συνολικά, μόνο στη δήλωση του πρώτου δικαιούχου του τραπεζικού λογαριασμού.
Μετά την αλλαγή αυτή, θα πρέπει να συνεννοηθούν μεταξύ τους οι συνδικαιούχοι και να δηλώσουν στη φορολογική δήλωση 2015 το ποσό των τόκων που αντιστοιχεί πραγματικά στον καθένα εξ αυτών ανάλογα με τη συμμετοχή τους στον τραπεζικό λογαριασμό ή εν πάση περιπτώσει ποιος θα φορτωθεί τους τόκους.
Οι τράπεζες έχουν αποστείλει στη Διεύθυνση Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων αρχεία με πληροφορίες για τα ποσά των τόκων που πιστώθηκαν στους λογαριασμούς των φορολογουμένων πελατών τους το 2014.
Τα ποσά αυτά εμφανίζονται σε παράθυρο κατά τη συμπλήρωση των κωδικών 667-668 στον πίνακα Δ1 στη φορολογική δήλωση 2015 προκειμένου για τόκους (προ φόρου) ημεδαπής προέλευσης και στους κωδικούς 669-670 προκειμένου για τόκους (προ φόρου) αλλοδαπής προέλευσης.
Αντίστοιχα, χρειάζεται προσοχή και για την ορθή συμπλήρωση των κωδικών 775-676 και 677-678 οι οποίοι αφορούν στο φόρο που παρακρατήθηκε σχετικά με τους τόκους καταθέσεων εσωτερικού και εξωτερικού.
Η σχετική εγκύκλιος της ΓΓΔΕ ορίζει ότι στις περιπτώσεις κοινών τραπεζικών λογαριασμών υπάρχει υποχρέωση δήλωσης των ποσών των τόκων καταθέσεων που αναλογούν στους πραγματικούς δικαιούχους οι οποίοι καθορίζονται με βάση τις πραγματικές περιστάσεις. Ο προϊστάμενος της ΔΟΥ έχει, σε κάθε περίπτωση, τη διακριτική ευχέρεια να κρίνει διαφορετικά.