Τι άλλαξε στην… αιώνια απειλή εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη;
Η Ελλάδα, ο πάντα αμελής μαθητής της ευρωζώνης, είναι πρώτη στην τάξη όταν πρόκειται για να συμβουλευτεί τη βούληση του λαού. Οι βουλευτικές εκλογές που έχουν προγραμματιστεί για τις 20 Σεπτεμβρίου σηματοδοτούν την πέμπτη φορά από τον Οκτώβριο του 2009, που ζητείται από τους ψηφοφόρους να επιλέξουν νέα κυβέρνηση. Βάλτε και το δημοψήφισμα του Ιουλίου επάνω σε αυτό που εξελίχθηκε σε μια τρίτη έκτακτη οικονομική διάσωση και αυτό μας κάνει έξι φορές που το έθνος άσκησε τη δημοκρατία σε ισάριθμα χρόνια. Καμία χώρα στον κόσμο δεν πιάνει αυτό το ρεκόρ.
Οι Ευρωπαίοι πιστωτές της Ελλάδας κάνουν πως δεν ανησυχούν για τις εκλογές, υπονοώντας ότι αυτές θα παραγάγουν μία σαφή εντολή για την επόμενη κυβέρνηση ώστε να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για τη διάσωση των 86 δισ. Πίσω στον πραγματικό κόσμο, τα πράγματα φαίνονται κάπως διαφορετικά. Η προεκλογική εκστρατεία συνθέτει την εικόνα ενός έθνους κονιορτοποιημένου από την οικονομική δυστυχία και δύσπιστου, απέναντι και στις ανίκανες πολιτικές ελίτ που δημιούργησαν τη συμφορά της Ελλάδας, αλλά και στην κουρελιασμένη ριζοσπαστική εναλλακτική που αντιπροσωπεύει ο ΣΥΡΙΖΑ, το αριστερό κόμμα του οποίου ηγείται ο Αλέξης Τσίπρας, ο πρώην πρωθυπουργός.
Οι ψηφοφόροι έχουν κάθε δικαίωμα να είναι καχύποπτοι. Στον κ. Τσίπρα βλέπουν έναν ηγέτη που ανέβηκε στην εξουσία τον Ιανουάριο με την υπόσχεση να δώσει τέλος στη λιτότητα και να πετσοκόψει την ξένη επίβλεψη της ελληνικής οικονομικής πολιτικής. Τους ζήτησε να επαναβεβαιώσουν αυτή τη στάση στο δημοψήφισμα και κέρδισε μια εμφατική νίκη. Μετά εκτέλεσε μία χαζή κωλοτούμπα και συμφώνησε στο είδος προγράμματος αρωγής έναντι μεταρρυθμίσεων που είχε καταγγείλει με τόσο πάθος στο δρόμο του για την εξουσία.
Δεν αποτελεί έκπληξη το ότι τόσοι πολλοί Έλληνες, ιδιαίτερα οι νέοι ψηφοφόροι, χάνουν την πίστη τους σε έναν πολιτικό που τους ζητά να υποστηρίξουν πολιτικές που αποτελούν το πολικό αντίθετο αυτών που αντιπροσώπευε οκτώ μήνες πριν. Επιπλέον, οι ψηφοφόροι που σκέφτονται, εκτιμούν πως η ανεύθυνη συμπεριφορά της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ οδήγησε σε πιο επαχθείς όρους διάσωσης από ό,τι θα εξασφάλιζε ο κ. Τσίπρας στην περίπτωση που είχε διαπραγματευτεί με πιο καλή πίστη απέναντι στους πιστωτές και στην επιβολή των capital controls που σακατεύουν την ελληνική οικονομία.
Όσο για την Νέα Δημοκρατία, το συντηρητικό κόμμα που αποτελεί το μοναδικό σοβαρό διεκδικητή έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, δρα και ακούγεται ως πολιτική δύναμη ακόμη εξαντλημένη από τα δυόμισι χρόνια της στην εξουσία μεταξύ του Ιουνίου του 2012 και του Ιανουαρίου φέτος. Το κόμμα δεν έχει ακόμη να ολοκληρώσει την ανανέωση της ηγεσίας του που απαιτείται μετά την παραίτηση τον Ιούλιο του Αντώνη Σαμαρά, πρώην πρωθυπουργού. Προς έκπληξή της, η Νέα Δημοκρατία μπορεί να βρεθεί στην κυβέρνηση σε μία στιγμή κατά την οποία μπορεί να προτιμούσε να σηκώσουν το βάρος της εφαρμογής ενός ακόμη πολιτικά αμφισβητήσιμου και επιβεβλημένου από το εξωτερικό προγράμματος μεταρρυθμίσεων, ο κ. Τσίπρας και οι αριστεροί συνάδελφοί του.
Μοιάζει σίγουρο ότι ο νικητής της ελληνικών εκλογών, είτε είναι ο ΣΥΡΥΖΑ είτε η Νέα Δημοκρατία, δε θα έχει κοινοβουλευτική αυτοδυναμία και ως εκ τούτου θα χρειαστεί να κυβερνήσει με τουλάχιστον έναν κυβερνητικό εταίρο. Το αν μια τέτοια έκβαση θα αποδώσει μία κυβέρνηση σταθερή, επιδέξια και αρκετά σίγουρη για τον εαυτό της ώστε να ικανοποιήσει τους όρους που έχουν θέσει οι Ευρωπαίοι πιστωτές της Ελλάδας, μένει να το δούμε.
Όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 2009 –κεντροαριστεροί, τεχνοκράτες, κεντροδεξιοί και ριζοσπάστες αριστεροί- έχουν αγωνιστεί για να εξαλείψουν τη διαφθορά, να εκσυγχρονίσουν τη δημόσια διοίκηση και να χαλαρώσουν τον κλοιό της ολιγαρχίας στην οικονομία.
Θα είναι άθλος του Ηρακλή αλλά η επόμενη κυβέρνηση πρέπει να κάνει μία προσπάθεια. Ένας λόγος είναι ότι αυτό θα πείσει τους πιστωτές να χορηγήσουν έγκαιρη, ουσιαστική ελάφρυνση χρέους, που είναι ουσιώδης για τη μακροπρόθεσμη οικονομική ανάκαμψη. Ένας άλλος είναι ότι η πρόσφατη διάσωση θα είναι σίγουρα η τελευταία της Ελλάδας.
Πριν από δύο μήνες, η απειλή να την πετάξουν έξω από την ευρωζώνη αποτελούσε πραγματική πιθανότητα. Την επόμενη φορά, με την απουσία μίας ειλικρινούς μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, αυτή η απειλή θα είναι θανάσιμα σοβαρή.