Μπορεί τη σημερινή εποχή να κυριαρχεί η γενική καχυποψία για τους πολιτικούς και πόσους από αυτούς βάζουν το… χέρι στο μέλι, αλλά υπήρξαν κάποιοι στο παρελθόν, ακόμη και πρωθυπουργοί, που πέθαναν πάμφτωχοι, είτε γιατί χάρισαν την περιουσία τους είτε γιατί επέλεξαν σε όλη τους τη ζωή ένα λιτό τρόπο διαβίωσης.
Από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα ο Ιωάννης Καποδίστριας, με τον πρώτο κυβερνήτη της χώρας να κάνει λιτή ζωή, παρότι ήταν εύπορος, όπως αναφέρει σε σχετικό αφιέρωμα η εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος». Μάλιστα, μοίρασε αρκετή από την περιουσία του στις ανάγκες του κράτους και των συμπολιτών του, ενώ αρνήθηκε να λαμβάνει το μισθό του κυβερνήτη, δηλώνοντας ότι τα ιδιαίτερα εισοδήματά του του αρκούν για να ζήσει.
Ο εκ των πρωταγωνιστών της επανάστασης του 1821 Ανδρέας Λόντος, πρώην μεγαλοκτηματίας έδωσε στον εθνικό αγώνα μεγάλο τμήμα της περιουσίας του. Εφτασε στη θέση του υπουργού Εσωτερικών και μοίρασε τα χρήματά του και τη σύνταξη που λάμβανε ως στρατηγός σε πρώην συναγωνιστές του. Τα τελευταία του χρόνια ζούσε πάμφτωχος, ξεπουλώντας τα τελευταία του υπάρχοντα, ενώ το 1846 αυτοκτόνησε.
Τα παραδείγματα από πρώην πρωθυπουργός που «έφυγαν» δίχως να έχουν περιουσία είναι πολλά από την ελληνική ιστορία. Ο Ζηνόβιος Βάλβης, που έκανε δύο θητείες ως πρωθυπουργός, ζούσε αρκετά λιτά και είχε τη συνήθεια να ντύνεται με κάπα τσοπάνου. Πέθανε πάμφτωχος το 1872 και κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη.
Το ίδιο φτωχός έφυγε από τη ζωή το 1879 ο εξάκις πρωθυπουργός Επαμεινώντας Δεληγιώργης. Την επόμενη της κηδείας του η Πολιτεία χορήγησε στην οικογένειά του σύνταξη 500 δραχμών το μήνα, για να μην πεινάσουν τα παιδιά του.
Φτωχότερος από ότι μπήκε στην πολιτική έφυγε και ο επτάκις πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης. Είχε αναγκαστεί να πουλήσει σχεδόν ολόκληρη την πατρική του περιουσία, ενώ τα τελευταία χρόνια της ζωής του έμενε σε νοικιασμένο σπίτι.
Ανάλογη στάση κράτησε και ο Γεώργιος Καφαντάρης, ο οποίος διετέλεσε πρωθυπουργός το 1924. Οταν μάλιστα πληροφορήθηκε ότι κάποιος πολιτικός μηχανικός θέλησε να του παραχωρήσει δωρεάν κάποιο σπίτι για να μείνει, καθώς γνώριζε τα οικονομικά και προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε, αρνήθηκε κατηγορηματικά, δηλώνοντας «πού ξέρω τι αξιώσεις θα προβάλει και τι θέματα θα έχει να επιλύσει για να προτείνει τέτοιο πράγμα». Χρειάστηκε να κάνει συμβολαιογραφικό έγγραφο ο πολιτικός μηχανικός, στο οποίο δήλωνε ρητά ότι δεν θα προβάλει καμία αξίωση, για να γίνει τελικά δεκτή η δωρεά του.
Τέλος, ο Νικόλαος Πλαστήρας έμεινε στην ιστορία ως φτωχός πρωθυπουργός, για τον λιτό τρόπο ζωής του. Απαγόρευε στους συγγενείς του να χρησιμοποιούν το όνομά του για δικό τους όφελος έμενε στο νοίκι, ενώ αρνήθηκε να βάλει τηλέφωνο φωνάζοντας «Μα τι λέτε; Η Ελλάδα πένεται και εμένα θα μου βάλετε τηλέφωνο;».
Μάλιστα, είχε επιστρέψει ένα χρυσό στιλό που του είχε στείλει ο εκδότης Δημήτρης Λαμπράκης, ενώ στο σπίτι του κοιμόταν σε στρατιωτικό ράντσο. Όταν πέθανε το 1953, άφησε μόνο 216 δραχμές στην ψυχοκόρη του, δέκα δολάρια και μία προφορική διαθήκη «Όλα για την Ελλάδα».